LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ταπεινότης"
- τᾰπεινότης, -ητος, ἡ, 1. χαμηλότητα αναστήματος, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για κατάσταση, ταπεινή κατάσταση, εξευτελισμός, σε Θουκ., Ισοκρ. 3. κατάπτωση διάθεσης, αθυμία, σε Ξεν. 4. με ηθική σημασία, χαμέρπεια, αχρειότητα, ευτέλεια, σε Πλάτ.