Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ταπεινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τᾰπεινός, , -όν, χαμηλός· 1. λέγεται για τόπο, αυτός που βρίσκεται χαμηλά, σε Ηρόδ.· ταπεινὰ νέμεσθαι, ζω σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, σε Πίνδ.· λέγεται για ανάστημα ή μέγεθος, χαμηλός, κοντός, σε Ξεν. 2. λέγεται για κατάσταση ανθρώπων, ταπεινός, υπάκουος, πειθήνιος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για χαμηλή θέση, ποταπός στην καταγωγή, άθλιος, πρόστυχος, Λατ. vilis, σε Ευρ. κ.λπ.· μικρός, φτωχός, αδύνατος, στον ίδ., Δημ.· επίρρ., ταπεινῶς πράττειν, βρίσκομαι σε άσχημη οικονομική κατάσταση, σε Ισοκρ. 3. λέγεται για τη διάθεση του ανθρώπου, ταπεινωμένος, άθυμος, θλιμμένος, σε Θουκ., Ξεν. 4. με ηθική σημασία, εν μέρει αρνητικά, άθλιος, αγενής, ποταπός, σε Ξεν. κ.λπ.· εν μέρει με θετική σημασία, ταπεινόφρονας, στον ίδ., Κ.Δ. 5. λέγεται για πράγματα, πρόστυχος, ανάξιος λόγου, χαμηλής υποστάθμης, ταπεινὸν σχῆμα, ευτελές ένδυμα, σε Ξεν.· λέγεται για ύφος, χαμηλό, φτωχό, σε Αριστ.· επίρρ. ταπεινῶς λέγειν, στον ίδ.