Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τανύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τᾰνύω, μέλ. τανύσω, Επικ. τανύω· αόρ. ἐτάνῠσα, Επικ. ἐτάνυσσα, τάνυσσαΜέσ., Επικ. μτχ. αορ. τανυσσάμενοςΠαθ., αόρ. ἐτανύσθην, Επικ. γʹ πληθ. τάνυσθεν, γʹ ενικ. παρακ. τετάνυσμαι· (τείνωI. 1. εκτείνω, τεντώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· τανύω βιόν, τεντώνω το τόξο, σε Ομήρ. Οδ.· και Μέσ., τόξον τανυσσάμενος, έχοντας τεντωμένο το τόξο του, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για την τοποθέτηση χορδών στην άρπα, ἐτάνυσε χορδήν, σε Ομήρ. Οδ.· τανύω κανόνα, σπρώχνω τον υφαντουργικό κανόνα δυνατά, δηλ. υφαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπως τανύσῃ, όταν χαλιναγωγήσει, συγκρατήσει (τα άλογα), στο ίδ.· ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (ενν. ὀϊστούς), έχοντας σκοπεύσει αυτούς, σε Πίνδ.Παθ., γναθμοὶ τάνυσθεν (αντί ἐτανύσθησαν), τα βαθουλωμένα μάγουλα φούσκωσαν, γέμισαν, σε Ομήρ. Οδ.· τρέχω με όλη μου τη δύναμη, λέγεται για άλογα που καλπάζουν, σε Όμηρ. 2. μεταφ., εντείνω, κάνω κάτι πιο δυνατό, τανύω μάχην, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔριδα πολέμοιο πεῖραρ τάνυσσαν, εντείνω τον αγώνα για επικράτηση, στο ίδ. II. εκτείνω κατά μήκος, απλώνω, σε Ομηρ.· τανύωτινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, απλώνω κάποιον κατά μήκος στη σκόνη, τον ξαπλώνω κάτω στο χώμα, στον ίδ.Παθ., στέκομαι τεντωμένος, στον ίδ.· εκτείνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, τρίβος τετάνυστο, το μονοπάτι, η διαδρομή ήταν μακριά, σε Θεόκρ.