Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ταμιεῖον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τᾰμιεῖον, τό (ταμιεύω), 1. θησαυροφυλάκιο, σε Θουκ. κ.λπ. 2. αποθήκη, σε Ξεν.