Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ταμίας"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τᾰμίας, Ιων. ταμίης, -ου, (τέμνωI. αυτός που κόβει και μοιράζει, ο διανομέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· λέγεται για τον Δία, ως διανομέας όλων των πραγμάτων στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως ο Αίολος είναι ταμίας ἀνέμων, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για βασιλείς ή κυβερνήτες, διοικητής, διευθυντής, σε Πίνδ.· ταμίας κώμων, πρόεδρος των διασκεδάσεων, στον ίδ.· ταμίας Διός, ο ιερέας του Δία, στον ίδ.· ταμίας Μοισᾶν, δηλ. ο ποιητής, στον ίδ.· οἶκος ταμίας στεφάνων, που έχει πολλά στεφάνια, στον ίδ.· τῆς τε ἐπιθυμίας καὶ τῆς τύχης ταμίας, κυβερνήτης και των δύο, και της επιθυμίας του και της τύχης, σε Θουκ.· ταμίας τριαίνης, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Αριστοφ. II. 1. στους πεζογράφους, αυτός που διοικεί τις πληρωμές και τις εισπράξεις, ο θησαυροφύλακας, σε Ηρόδ.· ταμίας τοῦ ἱροῦ, ο ταμίας του ιερού θησαυρού στην Ακρόπολη των Αθηνών, στον ίδ. 2. στην Ρώμη, ο επονομαζόμενος quaestor, σε Πλούτ.