LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ταινία"
- ταινία, ἡ (τανύω, τείνω)· I. ύφασμα από λινάρι ή μαλλί, λωρίδα υφάσματος, κορδέλα, κυρίως ο κεφαλόδεσμος, η κορδέλα που φοριέται ως σημάδι νίκης, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ. II. λωρίδα ή «γλώσσα» γης, σε Πλούτ. κ.λπ.