Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τίς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
τις, τι, αορ. αντων., οποιοσδήποτε, οτιδήποτε, κλίνεται σε όλες τις πτώσεις· αλλά, τίς;τί; ερωτημ. αντων. ποιος; τί; οξύτονη στην ονομ. ενικ., παροξύτονη στις άλλες πτώσεις.
Α.
αόρ. αντων., τις, τι· γεν. τινος, Ιων. τεο, τευ, Αττ. του· δοτ. τινι, Ιων. τεῳ, Αττ. τῳ· αιτ. τινα, τι· δυϊκ. τινε· πληθ. τινες, ουδ. τινα· γεν. τινων, Ιων. τεων· δοτ. τισι, τισιν· αιτ. τινας, ουδ. τινα· I. οποιοσδήποτε, οτιδήποτε, κάποιος, κάτι· ως επίθ., κάποιος, ένας, χρησιμ. αντί του αορ. άρθρου, ένας, μία, ένα· στην περίπτωση αυτή συμφωνεί προς το ουσιαστικό του, φίλος τις, ένας φίλος, θεός τις, ένας θεός, δηλ. όχι άνθρωπος· με τη σημασία του «κάποιος» μπορεί να συνδυαστεί και με γεν. πληθ., φίλων τις, κάποιος από τους φίλους του, θεῶν τις, κάποιος από τους θεούς. II. Ειδικές χρήσεις· 1. ένας(από πολλούς), δηλ. οι πολλοί, ὧδε δέ τις εἴπεσκεν, έτσι είπαν οι άνδρες, σε Όμηρ. 2. κάθε ενδιαφερόμενος, καθένας, σε Ομήρ. Ιλ.· τοὺς ξυμμάχους αὐτόν τινα κολάζειν, ότι ο κάθε ένας άντρας πρέπει ο ίδιος να τιμωρεί τους συμμάχους του, σε Θουκ.· ἄμεινόν τινος, καλύτερος από οποιουσδήποτε άλλους, σε Δημ.· αυτό εκφράζεται πληρέστερα με την προσθήκη αντων., τις ἕκαστος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πᾶς τις, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὐδείς ή μηδείς τις, σε Ευρ., Ξεν. 3. με αναφορά σε κάποιο πρόσωπο το οποίο αποφεύγει κάποιος να ονομάσει, δώσει τις δίκην, κάποιος που ξέρω θα υποφέρει, σε Αριστοφ.· επίσης, κατ' ευφημισμόν για κάποιο άσχημο πράγμα, ἤν τι ποιῶμεν, ἤν τι πάθωμεν, σε Θουκ. 4. αορίστως, όπου οι Γάλλοι χρησιμοποιούν το on και οι Άγγλοι το they, μισεῖ τις ἐκεῖνον, τον μισούν, σε Δημ. 5. τις, τι, χρησιμ. εμφατικά για πρόσωπο ή πράγμα, κάποιος πολύ σημαντικός, κάποιο εξαιρετικό πράγμα, ηὔχεις τις εἶναι, καυχιόσουν ότι ήσουν κάποιος μεγάλος, σε Ευρ.· δοκοῦσι τινὲς εἶναι, σε Δημ.· κἠγών τις φαίνομαι ἦμες, κι εγώ επίσης φαίνομαι ότι είμαι κάποιος, σε Θεόκρ.· ομοίως στο ουδ., οἴονταί τι εἶναι, σε Πλάτ.· ομοίως, λέγειν τι, πλησιάζω στον στόχο· αντίθ. προς το οὐδὲν λέγειν, στον ίδ. 6. εμφατικώς, ο άνθρωπος αντίθ. προς το κτήνος, τις ἢ κύων, σε Αριστοφ.· αντίστροφα, με σημασία περιφρόνησης, Θερσίτης τιςἦν, υπήρχε «ένας» Θερσίτης, σε Σοφ. 7. με κύρια ονόματα το τις σημαίνει κάποιος όμοιος, κάποιος τέτοιος, όπως, ἤ τις Ἀπόλλων ἢ Πάν, κάποιος Απόλλωνας ή Πάνας, σε Αισχύλ.· Ἀφροδίτη τις, σε Ευρ. 8. με επίθ., η αντων. τις λαμβάνει περιοριστική σημασία, ὥς τις θαρσαλέος ἐσσί, κάπως θαρραλέος, δηλ. πολύ θαρραλέος, σε Ομήρ. Οδ.· δυσμαθής τις, τύπος ανθρώπου που δεν μαθαίνει εύκολα, σε Πλάτ. 9. με αριθμητικά, ἑπτά τινες, κάπου επτά, περίπου επτά, σε Θουκ.· ἐς διακοσίους τινάς, στον ίδ.· ομοίως και χωρίς αριθμητικό, ἡμέρας τινάς, μερικές ημέρες, δηλ. αρκετές, στον ίδ.· ἐνιαυτόν τινα, ένα έτος περίπου, στον ίδ.· ομοίως, οὐ πολλοί τινες, τινες οὐ πολλοί, ὀλίγοι τινές, στον ίδ.· ομοίως επίσης, ὅσος τις χρυσός, τέτοιο χρυσάφι, σε Ομήρ. Οδ. 10. με αντων. λέξεις, οἷός τις, τέτοιου είδους άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.· ποῖόςκαι ὁποῖός τις, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· τις τοιόσδε, σε Ηρόδ.· τοιοῦτός τις, σε Ξεν.· ὅταν δ' ὁ κύριος παρῇ τις, όταν το πρόσωπο που έχει την εξουσία, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός είναι παρών, σε Σοφ.· στις αντιθετικές προτάσεις, ὁμέν τις..., ὁ δέ..., σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. 11. το ουδ. τι χρησιμοποιείται ως επίρρ., κάπως, σε κάποιο βαθμό, καθόλου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 12. ἤ τις ἢ οὐδείς, λίγοι ή κανένας, σχεδόν κανένας, σε Ηρόδ.· ἤ τι ἢ οὐδέν, λίγο ή τίποτα, σε Πλάτ. Β. ερωτημ. αντων. τίς, τί· γεν. τίνος, Ιων. τέο, τεῦ, Αττ. τοῦ· δοτ. τίνι, Ιων. τέῳ· αιτ. τίνα, ουδ. τί· πληθ. τίνες, τίνα· γεν. τίνων, Ιων. τέων· δοτ. τίσι, Ιων. τέοισι, Αττ. τοῖσι· αιτ. τίνας, τίνα· I. στις ευθείες ερωτήσεις, ποιος; ποια; ουδ. ποιο; τι; Λατ. quis, quae, quid?σε Όμηρ. κ.λπ.· σε σχέση με άλλες ομοιόπτωτες λέξεις, τίς δ' οὗτος ἔρχεται; ποιος είσαι εσύ που έρχεσαι; σε Ομήρ. Ιλ.· τίν'ὄψιν σὴν προσδέρκομαι; τί πρόσωπο είναι αυτό που σε βλέπω να έχεις; σε Ευρ.· τίς ἄν ή κεν, με ευκτ. εκφράζει αμφιβολία, ποιος θα μπορούσε; ποιος θα έκανε; σε Όμηρ.· στις διπλές ερωτήσεις, τί λαβόντα τί δεῖ ποιεῖν; τί έχει παραλάβει κάποιος και τί πρέπει κάποιος να κάνει; σε Δημ.· ομοίως, τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; ποιος και από πού είσαι; σε Ομήρ. Οδ. 2. τίς μαζί με μόρια· τίς γάρ; Λατ. quisnam; ποιος τάχα; σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τίς δή; ποιος τότε; σε Θέογν.· τίς δῆτα; σε Σοφ.· τίς ποτε; ποιος άραγε; σε Ξεν. 3. α) το ουδ. τί; ως απλή ερώτηση, όπως και σήμερα, τί; σε Αισχύλ.· επίσης, γιατί; σε Ομήρ. Ιλ. β) τί μοι; τί σοι; τί είναι για εμένα; τί για εσένα; σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., τί μοι ἔριδος; τί σχέση έχω να κάνω με τον καβγά; σε Ομήρ. Ιλ.· τί ἐμοὶ καὶ σοί; τί (κοινό) υπάρχει μεταξύ εμένα και εσένα; τί έχω να κάνω με σένα; σε Κ.Δ. γ) τι μαζί με μόρια· τί γάρ; γιατί όχι; πώς αλλιώς; Λατ. quid enim? quidni?δηλ. βεβαίως, χωρίς αμφιβολία, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τί δέ; Λατ. quid vero? σε Πλάτ.· τί δέ, εἰ..., αλλά τί, εάν...; σε Ευρ.· τί δή; τί δήποτε; γιατί άραγε; γιατί λοιπόν; σε Πλάτ.· τί μή; γιατί όχι; Λατ. quidni? σε Τραγ.· τί μήν; δηλ. βεβαίως, μάλιστα, σε Πλάτ. κ.λπ. II. 1. η αντων. τίς χρησιμ. ενίοτε αντί ὅστις στις πλάγιες ερωτήσεις, ἠρώτα δή ἔπειτα, τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἔχω τί φῶ, σε Αισχύλ. 2. τίς; τί; με μτχ. που ακολουθ. από ρημ. πρόταση, σχηματίζει μία μόνο πρόταση, ενώ στην αγγλική απαιτούνται δύο προτάσεις, εἴρετο τίνες ἐόντες προαγορεύουσι; ποιοι είναι και τί διακηρύσσουν; σε Ηρόδ.· καταμεμάθηκας τοὺς τί ποιοῦντας τοὔνομα τοῦτ' ἀποκαλοῦσιν; έχεις μάθει τί κάνουν εκείνοι τους οποίους αποκαλούν έτσι; σε Ξεν. III. τίς; = ποῖος; σε Σοφ. IV. το τί ποτέ δεν εκθλίβεται· αλλά η χασμωδία επιτρέπεται στους Αττ.· τί οὖν; σε Αριστοφ.· τί ἔστιν; σε Σοφ.· τί εἶπας; στον ίδ.
τῖσαι, απαρ. αορ. του τίνω.
τῑσαίατο, Ιων. αντί τίσαιντο, γʹ πληθ. ευκτ. αορ. του τίνω.
τίσις[ῐ], -εως, (τίνω1. απότιση, ανταπόδοση, εκδίκηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· τίσιν δοῦναί τινος, τιμωρούμαι για κάποια πράξη, Λατ. poenas dare, σε Ηρόδ.· κασιγνήτου τίσις, υπέρ αυτού, σε Σοφ.· στον πληθ., Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον (όπου μπορεί να θεωρηθεί προσωποποιημένο, οι Εκδικήτριες, όπως οι Ἐρινύες), σε Ηρόδ. 2. δύναμη εκδίκησης ή ανταπόδοσης, με θετική και αρνητική σημασία, σε Θέογν.
τῖσον, απαρ. αορ. του τίνω.