Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τίνω (με τους χρόνους σχημ. από το τίω) ( Επικ., Αττ. μέλ. τίσω [ῑ], αόρ. ἔτῑσαΜέσ., μέλ. τίσομαι, αόρ. ἐτισάμηνΠαθ., αόρ. ἐτίσθην· I. 1. Ενεργ., πληρώνω τίμημα ως ανταπόδοση, πληρώνω ποινή (ενώ ο ενεστ. τίω σημαίνει αποδίδω τιμή, τιμώ), σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, πληρώνω χρέος, απαλλάσσομαι από υποχρέωση, τίσειν αἴσιμα πάντα, σε Ομήρ. Οδ.· τίνω χάριν τινί, υποβάλλω σε κάποιον τις ευχαριστίες μου, σε Αισχύλ.· τίνω ἰατροῖς μισθόν, σε Ξεν.· επίσης, πληρώνω για κάτι, ανταμείβω, εὐαγγέλιον, σε Ομήρ. Οδ.· τροφάς τινι, σε Ευρ.· με γεν. του πράγμ. το οποίο κάποιος πληρώνει, τίνω ἀμοιβὴν βοῶν τινί, πληρώνω αποζημίωση για τα βόδια, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τίνω πληγὴν ἀντὶ πληγῆς, σε Αισχύλ.· αλλά επίσης, με αιτ. του πράγμ. το οποίο κάποιος πληρώνει, όταν το τίμημα παραλείπεται, πληρώνω, παρέχω εξιλέωση για κάποιο πράγμα, τίνειν ὕβριν, σε Όμηρ.· τίνω μητρὸς δίκας, για τη μητέρα σου, σε Ευρ.· σπανιώτερα με αιτ. προσ., τίσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες, να δώσεις τιμωρία, εξιλέωση για τον γιο μου που φονεύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ. 2. απόλ., ανταποδίδω, σε Σόλωνα, Σοφ. II. 1. Μέσ., κάνω κάποιον να πληρώσει για κάτι, εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ, κολάζω, παιδεύω, Λατ. poenas sumere de aliquo, με αιτ. προσ., σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ. 2. με γεν. του εγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος, να τον τιμωρήσεις για την κακία του, σε Όμηρ., Ηρόδ. 3. με αιτ. πράγμ., λαμβάνω εκδίκηση για κάποιο πράγμα, σε Όμηρ. 4. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκανε το Νηλέα να πληρώσει για το κακό έργο, τον τιμώρησε γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, τίσασθαί τινα δίκην, λαμβάνω εκδίκηση από κάποιο πρόσωπο, σε Ευρ. 5. απόλ., εκδικούμαι, λαμβάνω εκδίκηση, σε Όμηρ.