Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τίλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τίλλω, μέλ. τῐλῶ, αόρ. ἔτῑλαΠαθ., αόρ. ἐτίλθην, παρακ. τέτιλμαι· I. 1. αποσπώ ή «μαδώ» τρίχες, Λατ. vello, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., χαίτας τίλλεσθαι, μαδώ τα μαλλιά μου, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. του πράγμ. από το οποίο αποσπώνται οι τρίχες ή τα φτερά, τίλλειν πέλειαν, στο ίδ.· κάρα τίλλω, σε Αισχύλ.· τίλλω πλάτανον, αποσπώ τα φύλλα του, σε Πλούτ.Παθ., έχω τα μαλλιά κάποιου αποκομμένα, σε Αριστοφ. II. Μέσ., τίλλεσθαί τινα, μαδώ τις τρίχες μου ως σημάδι θλίψης για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. III. μεταφ., λυπώ, δυσαρεστώ, Λατ. vellicare, Παθ., σε Αριστοφ.