Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τίκτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τίκτω (√ΤΕΚ), μέλ. τέξω και τέξομαι, επίσης ποιητ. απαρ. τεκεῖσθαι· αόρ. βʹ ἔτεκον, Επικ. τέκον· παρακ. τέτοκαΜέσ., αόρ. βʹ ἐτεκόμην, Επικ. τεκόμην· φέρνω στον κόσμο, λέγεται για τον πατέρα, παράγω, λέγεται για τη μητέρα, γεννώ, σε Όμηρ., Αττ.· ομοίως, επίσης στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ τεκόμενοι, λέγεται για τη μητέρα, σε Αισχύλ. 2. το γʹ πληθ. αορ. βʹ τέκον, ἔτεκον χρησιμοποιείται και για τους δύο γονείς, σε Όμηρ.· απ' όπου, οἱ τεκόντες, οι γονείς, σε Αισχύλ., Σοφ. 3. ξεχωριστά, ὁ τεκών, ο πατέρας, σε Αισχύλ.· ἡ τεκοῦσα, η μητέρα, στον ίδ.· και ως ουσ. με γεν., ὁκείνου τεκών, σε Ευρ. II. λέγεται για θηλυκά ζώα, γεννάω νεαρά ζώα, σε Όμηρ.· ᾠὰ τίκτω, γεννώ αυγά, σε Ηρόδ. III. λέγεται για παραγωγή λαχανικών, φέρω, παράγω, (γαῖα) τίκτει ἔμπεδα μῆλα, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., γαῖαν ἣ τὰ πάντα τίκτεται, σε Αισχύλ. IV. μεταφ., παράγω, προξενώ, φέρω, τὸ δυσσεβὲς ἔργον πλείονα τίκτει, στον ίδ.· λέγεται για τη Νύχτα ως μητέρα της Ημέρας, τῆς τεκούσης φῶς τόδ' εὐφρόνης, στον ίδ.· τίκτω ἀοιδάς, σε Ευρ.· πόλεμον, σε Πλάτ.