Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τίθημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τίθημι[ῐ], (από √ΘΕ) τίθης, Επικ. τίθησθα· τίθησι, Δωρ. τίθητι, γʹ πληθ. τιθέασι, Ιων. τιθεῖσι· επίσης βʹ και γʹ ενικ. τιθεῖς, τιθεῖ (όπως αν προερχόταν από το ρ. τιθέωπαρατ. ἐτίθην, ἐτίθης, ἐτίθη, Επικ. τίθη· επίσης, το βʹ και γʹ πρόσ. είναι ἐτίθεις, ἐτίθει, Επικ. γʹ πληθ. τίθεσαν, τίθεν, μεταγεν. ἐτίθουν· Ιων. παρατ. ἐτίθεα· προστ. τίθει, απαρ. τιθέναι. Επικ. επίσης τιθήμεναι, τιθέμεν· μέλ. θήσω, Επικ. απαρ. θησέμεναι, θησέμεν· αόρ. ἔθηκα, σε χρήση μόνο στην οριστ.· Επικ. γʹ πληθ. θῆκαν· αόρ. βʹ ἔθην, δεν είναι σε χρήση στον ενικ. της οριστ., πληθ. ἔθεμεν, ἔθεσαν, Επικ. θέσαν· προστ. θές, υποτ. θῶ, Ιων. θέω, Επικ. θείω, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. θείῃς, θείῃ, αʹ πληθ. θέωμεν, θείομεν αντί θείωμεν· ευκτ. θείην, αʹ πληθ. θείημεν και θεῖμεν, γʹ πληθ. θεῖεν· απαρ. θεῖναι, Επικ. θέμεναι, θέμεν· μτχ. θείς, παρακ. τέθεικαΜέσ., τίθεμαι, βʹ ενικ. τίθεσαι, προστ. τίθεσο, τιθοῦ, Επικ. τίθεσσο· Επικ. μτχ. τιθήμενος· μέλ. θήσομαι, αόρ. ἐθηκάμην, σε χρήση μόνο στην οριστ. και στη μτχ.· βʹ ενικ. ἐθήκαο, Επικ. γʹ ενικ. θήκατο· μτχ. θηκάμενος· αόρ. βʹ ἐθέμην, προστ. θέο, θοῦ· υποτ. θῶμαι, ευκτ. θείμηνΠαθ., τίθεμαι, μέλ. τεθήσομαι, αόρ. ἐτέθην, παρακ. τέθειμαι.
Α. I. 1.
Με τοπική σημασία, θέτω, βάζω, τοποθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· στους Αττ., πόδατίθημι, θέτω ή στηρίζω το πόδι μου, δηλ. περπατάω, τρέχω, σε Αισχύλ.· τετράποδος βάσιν θηρὸς τίθεσθαι, δηλ. βαδίζω με τα τέσσερα, σε Ευρ.· θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, να βάλει κάτι στα χέρια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς χεῖρά τινος, μέσα στο χέρι του, σε Σοφ. 2. θέσθαι τὴν ψῆφον, να βάλει κάποιος την ψήφο του στην κάλπη, σε Αισχύλ.· ομοίως, τίθεσθαι τὴν γνώμην, να δίνει κάποιος τη γνώμη του, την άποψή του, σε Ηρόδ.· και τίθεσθαι απόλ., ψηφίζω, σε Σοφ. 3. θεῖναί τινί τι ἐν φρεσί, ἐν στήθεσσι, να τοποθετήσεις, να φυτέψεις κάτι στην καρδιά κάποιου, σε Όμηρ.· ἐνστήθεσσι τιθεῖ νόον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.Μέσ., θέσθαι θυμὸν ἐν στήθεσσι, να θέτεις οργή στην καρδιά κάποιου, στο ίδ.· θέσθαι τινὶ κότον, να τρέφεις μίσος εναντίον κάποιου, στο ίδ. 4. καταθέτω, όπως στην τράπεζα, σε Ηρόδ., Ξεν.· επίσης, ἐγγύην θέσθαι, σε Αισχύλ.Παθ., τὰ τεθέντα, οι καταθέσεις, σε Δημ.· μεταφ., χάριν ή χάριτα θέσθαι τινί, κάνω κάτι σε κάποιον ώστε να μου οφείλει χάρη, υποχρεώνω κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ. 5. πληρώνω, καταβάλλω, σε Δημ. 6. βάζω στον λογαριασμό, υπολογίζω, λογαριάζω, in rationes referre, στον ίδ. 7. στη στρατιωτική ορολογία, τίθεσθαι τὰ ὅπλα, έχει τρεις σημασίες· α) συσσωρεύω τα άρματα, τα θέτω σε τάξη, όπως σε στρατόπεδο, κατασκηνώνω, σε Θουκ.· απ' οπου, λαμβάνω κάποια θέση, παρατάσσομαι σε θέση μάχης, σε Ηρόδ. κ.λπ. β) βάζω κάτω τα όπλα μου, παραδίδομαι, σε Ξεν.· ομοίως, πόλεμον θέσθαι, καταλύω τον πόλεμο, τον παύω, σε Θουκ. γ) εὖ θέσθαι ὅπλα, να τηρεί κάποιος τα όπλα του σε καλή τάξη, σε Ξεν.· όπως το εὖ ἀσπίδα θέσθω, σε Ομήρ. Ιλ. 8. βάζω σε τάφο, θάβω, στο ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ. 9. τιθέναι τὰ γόνατα, γονατίζω, σε Κ.Δ. II. 1. ορίζω βραβείο σε αγώνες, Λατ. proponere, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.Παθ., τὰ τιθέμενα, τα βραβεία, σε Δημ. 2. θεῖναι ἐς μέσον, Λατ. in medio ponere, θέτω στην κρίση του λαού, σε Ηρόδ.· ομοίως, τίθημι εἰς τὸ κοινόν, σε Ξεν. 3. στήνω σε ναό, αφιερώνω, σε Όμηρ., Ευρ. III. παρέχω, δίδω, τιμήν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., ὄνομα θέσθαι, δίνω όνομα σε κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. IV. τιθέναι νόμον, θέτω ή δίδω νόμο, νομοθετώ, λέγεται για νομοθέτη, σε Σοφ. κ.λπ.Μέσ., λέγεται για τα δημοκρατικά νομοθετικά σώματα, ορίζω νόμο, ψηφίζω νόμο για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, θεῖναι θεσμόν, σε Αισχύλ.· σκῆψιν θεῖναι, προφασίζομαι, υπαινίσσομαι, εφευρίσκω δικαιολογία, σε Σοφ. V. ορίζω, ιδρύω, ἀγῶνα, σε Αισχύλ., Ξεν. VI.διορίζω, διατάζω, με αιτ. και απαρ., σε Ξεν.· γυναιξὶ θήσει, σε Ευρ.· ομοίως με επίρρ., οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, μακάρι έτσι να δώσει ο θεός, σε Ομήρ. Οδ.· ὥςἄρ' ἔμελλον θησέμεναι, σε Ομήρ. Ιλ. Β. I. 1. θέτω σε ορισμένη κατάσταση, θεῖναί τινα αἰχμητήν, μάντιν, σε Όμηρ.· θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος, κάνω κάποια γυναίκα κάποιου (λέγεται για τρίτο πρόσωπο που χρησιμεύει ως προξενητής), σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖόν με ἔθηκε ὅπως ἐθέλει, με κατέστησε τέτοιον όπως ήθελε, σε Ομήρ. Οδ.· σῦςἔθηκας ἑταίρους, έκανε τους συντρόφους μου γουρούνια, στο ίδ.· ναῦνλᾶαν ἔθηκε, στο ίδ.· ομοίως με επίθ., θεῖναί τινα ἀθάνατον, κάνω κάποιον αθάνατο, στο ίδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε, τον κατέστησε άγνωστο, στο ίδ.· συχνά στη Μέσ., γυναῖκα ή ἄκοιτιν θέσθαι τινά, κάνω κάποια γυναίκα μου, την κάνω σύζυγό μου, σε Ομήρ. Οδ.· παῖδα ή υἱὸν τίθεσθαί τινα, όπως το ποιεῖσθαι, κάνω κάποιον παιδί μου, τον υιοθετώ, σε Πλάτ. 2. με απαρ., κάνω κάποιον να πράξει κάτι, τιθέναι τινὰ νικῆσαι, κάνω κάποιον να αναδειχθεί νικητής, σε Πίνδ. κ.λπ. II. 1. σχετικά με πνευματική ενέργεια, κυρίως στη Μέσ., θέτω, αναλαμβάνω, κρατώ, υπολογίζω ή θεωρώ κάτι ως...· τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; σε Ομήρ. Οδ.· εὐεργέτημα τίθημι τι, σε Δημ. 2. με επίρρ., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; πώς πρέπει να θεωρούμε τα πράγματα; σε Σοφ.· οὐδαμοῦ τιθέναι τι, θεωρώ κάτι ως ανάξιο λόγου ή προσοχής, nullo in numero habere, σε Ευρ. 3. ακολουθ. από εμπρόθ. προσδ., τίθημί τινα ἐν τοῖς φίλοις, σε Ξεν.· τίθεσθαί τινα ἐν τιμῇ, σε Ηρόδ.· θέσθαι παρ' οὐδὲν, να θεωρεί κάτι ως μηδαμινό, ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. με απαρ., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, δεν θεωρώ ότι ζει, δεν τον λογαριάζω ως ζωντανό, σε Σοφ. 5. λαμβάνω κάτι ως δεδομένο, υποθέτω, σε Πλάτ. κ.λπ. III. 1. κάνω, εργάζομαι, εκτελώ, Λατ. ponere, λέγεται για τεχνίτη, ἐν δ' ἐτίθει νεῖον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ποιώ, προξενώ, απεργάζομαι, ἔργα, στο ίδ.· ὀρυμαγδόν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 3. στη Μέσ., κάνω ή παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου, θέσθαι κέλευθον, ανοίγω δρόμο για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι, να αποκτήσει μεγάλους μηρούς, σε Ομήρ. Οδ.· θέσθαι πόνον, προκαλώ στον εαυτό μου ενοχλήσεις, του προξενώ βάσανα, σε Αισχύλ. 4. περιφραστικά αντί απλού ρήματος, σκέδασιν θεῖναι = σκεδάσαι, διασκορπίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., θέσθαι μάχην αντί μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· σπουδὴν, πρόνοιαν θέσθαι, σε Σοφ. IV. εὖ θέσθαι, διευθετώ, τακτοποιώ ή κυβερνώ καλά, τὰ σεωυτοῦ, σε Ηρόδ.· τὸ παρόν, σε Θουκ.· επίσης, καλῶς θεῖναι ή θέσθαι, σε Σοφ., Ευρ.· εὖ θέσθαι, σε Σοφ.