LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τήρησις"
- τήρησις, -εως, ἡ, I. 1. φύλαξη, διατήρηση, φρούρηση, σε Αριστ. 2. επαγρύπνηση, σε Θουκ. II. μέσο τήρησης ή φύλαξης, μέρος επιτήρησης, στον ίδ.