LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέχνημα"
- τέχνημα, -ατος, τό (τεχνάομαι)· I. 1. = τέχνασμα, σε Σοφ. 2. λέγεται για άνθρωπο, το αφηρημένο κείται αντί του συγκεκριμένου, πανουργίας τέχνημα, αριστούργημα κακίας, στον ίδ. II. τέχνασμα, απάτη, δόλια επινόηση, σε Ευρ.· γενικά, επινόηση, εφεύρεση, σε Πλάτ.