Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέχνασμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τέχνασμα, -ατος, τό (τεχνάζωI. οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, εργόχειρο, κέδρου τεχνάσματα, λέγεται για κέδρινο φέρετρο, σε Ευρ. II. τέχνασμα, δόλος, στον ίδ., σε Ξεν.