LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέφρα"
- τέφρα, Ιων. τέφρη, ἡ, στάχτη, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· επίσης, είδος καυστικής σκόνης ή καπνού, σε Αριστοφ.