LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέττιξ"
- τέττιξ, -ῑγος, ὁ, 1. είδος ακρίδας, τζίτζικας, Λατ. cicada, έντομο που χαίρεται να απολαμβάνει τη ζέστη στους θάμνους, ο δε αρσενικός εκπέμπει οξύ τερέτισμα χτυπώντας την κατώτερη μεμβράνη του πτερυγίου του στον θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. χρύσεος τέττιγος, χρυσός τζίτζικας, που τον φορούσαν οι Αθηναίοι πριν τα χρόνια του Σόλωνα, ως σύμβολο του ισχυρισμού τους ότι είναι αὐτόχθονες (αυτή ήταν η υποτιθέμενη προέλευση του εντόμου), σε Αριστοφ., Θουκ.

