LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέρψις"
- τέρψις, -εως και -ιος, ἡ (τέρπω), διασκέδαση, χαρά, ηδονή, τινός, από κάποιον ή σε κάποιο πράγμα, σε Ησίοδ., Τραγ.· τέρψις ἐστί μοι, με απαρ., είναι ευχαρίστησή μου να κάνω, σε Σοφ.· απόλ., χαρά, ευφροσύνη, σε Θέογν., Αισχύλ.