Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέρπω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τέρπω, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. τέρπῃσι· Ιων. παρατ. τέρπεσκον· μέλ. τέρψω, αόρ. ἔτερψαΠαθ. και Μέσ. έχουν τετραπλό αόρ. I. 1. αόρ. αʹ ἐτέρφθην, Επικ. ἐτάρφθην, τάρφθην, γʹ πληθ. τάρφθεν. 2. Επικ. αόρ. βʹ ἐτάρπην, τάρπην, απαρ. ταρπῆναι, ταρπήμεναι, αʹ πληθ. υποτ. τρᾰπείομεν (αντί ταρπῶμεν). 3. αόρ. αʹ ἐτερψάμην, Επικ. υποτ. τέρψομαι. 4. Επικ. αόρ. βʹ ἐταρπόμην· επίσης με αναδιπλ. σε όλες τις εγκλίσεις, τεταρπόμην, τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος· ικανοποιώ, χαροποιώ, προξενώ χαρά, ευαρεστώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., παρέχω τέρψη, χαρά, σε Ομήρ. Οδ.· τὰ τέρποντα, χαρές, σε Σοφ. II. Παθ. και Μέσ., 1. με γεν. πράγμ., απολαμβάνω πλήρως ένα πράγμα, το χορταίνω, σε Όμηρ.· μεταφ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ας χορτάσουμε με τον θρήνο, στον ίδ. 2. διασκεδάζω τον εαυτό μου, ευφραίνομαι, με δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι κ.λπ., στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, τέρπω ἐν θαλίῃς, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επίσης με μτχ., τέρψει κλύων, σε Σοφ.· τέρπεται τιμώμενος, σε Ευρ.· απόλ., πῖνε καὶ τέρπου, πίνε και διασκέδαζε, σε Ηρόδ. 3. με σύστ. αντ., διασκεδάζω, τέρπω ὄνησιν, σε Ευρ.
τερπωλή, , ποιητ. αντί τέρψις, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.