Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέρμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τέρμα, -ατος, τό, τέλος, όριο, Λατ. terminus· I. 1. σημείο, άκρο γύρω από το οποίο έπρεπε τα άρματα να στρίβουν στους αγώνες, Λατ. meta, σε Ομήρ. Ιλ.· δρόμου τέρματα, σε Σοφ. 2. το σημάδι που τοποθετούνταν για να δείξει πόσο μακριά είχε ριφθεί ο δίσκος, σε Ομήρ. Οδ. 3. μεταφ., τέλος, αποτέλεσμα, γεγονός, σε Αισχύλ. II. 1. γενικά, τέλος, όριο, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., σύνορα, σε Ηρόδ. 2. τέλος, πρὸς τέρμα εἶναι, ἐπὶ τέρμ' ἀφικέσθαι, έχοντας φτάσει στο όριο, έχοντας συναντήσει το τέρμα, σε Αισχύλ., Σοφ.· τέρμα βίου, τέλος ζωής, θάνατος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἐπὶ τέρματι, στο τέλος, σε Αισχύλ. 3. η άκρη ή το ψηλότερο σημείο, κακῶν, σε Ευρ.· πρὸς τέρμασιν ὥρας, σε Αριστοφ. 4. περιφραστ., τέρμα ὑγιείας = ὑγιεία, σε Αισχύλ.· τέρμα τῆς σωτηρίας, σε Σοφ. 5. ύψιστη εξουσία, ηγεμονία, τέρμα Κορίνθου ἔχειν, είμαι βασιλιάς της Κορίνθου, σε Σιμων.· θεοὶἁπάντων τέρμ' ἔχοντες, σε Ευρ.