Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέρας"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
τέρας, τό, γεν. τέρατος, Επικ. τέραος, Ιων. τέρεος· πληθ., ονομ. τέρᾰτᾰ, Επικ. τέραα, Ιων. τέρεα· γεν. τερῶν, Επικ. τεράων· δοτ. τέρασι, Επικ. τεράεσσι· I. σπάνιο σημάδι, ασυνήθιστο φαινόμενο, θαύμα, Λατ. portentum, prodigium, σε Όμηρ.· ιδίως, λέγεται για σημάδια στον ουρανό, σε Ομήρ. Ιλ. (πρβλ. τεῖρος) κ.λπ. II. με συγκεκριμένη έννοια, το τέρας, οτιδήποτε θεωρείται ασυνήθιστο και όχι γήινο, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο, λέγεται για την κεφαλή της Γοργώς, στο ίδ.· λέγεται για φίδι, στο ίδ.· λέγεται για τον Τυφωέα, σε Αισχύλ.· λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ.
τερα-σκόπος, -ον, ποιητ. αντί τερατοσκόπος, σε Αισχύλ., Σοφ.· καρδία τερασκόπος, «η προφητική μου ψυχή», σε Αισχύλ.
τεράστιος, -ον (τέρας), τερατώδης, υπερβολικός, σε Θεόφρ.