Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τένων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τένων, -οντος, (τείνω), εξαιρετικά τεντωμένο νεύρο, τένοντας, σε Όμηρ.· τένοντος ποδός, τεντωμένο πόδι, σε Ευρ.· απόλ., πόδι, σε Αισχύλ., Ευρ.