Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέμενος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τέμενος, -εος, τό (τέμνω III. 2)· I. κομμάτι γης αποκομμένο, σημειωμένο ως κτήμα που ανήκει σε βασιλείς και αρχηγούς, σε Όμηρ. II. κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποιο θεό, ιερά εδάφη, στον ίδ.· σ' αυτό ιδρυόταν ο ναός ή το ιερό, σε Ηρόδ.· μεταφ., η ιερή κοιλάδα του Νείλου καλείται τέμενος Νείλοιο, σε Πίνδ.· η Ακρόπολη είναι το ἱερὸν τέμενος της Παλλάδος, σε Αριστ.