Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέλος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τέλος, -εος, τό, I. 1. εκπλήρωση ή συμπλήρωση κάθε πράγματος, Λατ. effectus, δηλ. το αποτέλεσμα αυτού, η έκβασή του, το τελείωμά του, σε Όμηρ. κ.λπ.· τέλος πολέμου, η έκβασή του, σε Ομήρ. Ιλ.· τέλος μύθῳ ἐπίθήσεις, θα δώσεις σκοπό στον λόγο, δηλ. θα κάνεις τον λόγο αποτελεσματικό, στο ίδ.· τέλος ἐπιγίγνεται ἀρῇσι, οι προσευχές κάποιου εκπληρώνονται, σε Ομήρ. Οδ.· τέλος ἔχειν, έχω φθάσει στο τέλος, είμαι ολοκληρωμένος ή έτοιμος, σε Ομήρ. Ιλ.· τέλοςἔχει δαίμων ὅπᾳ θέλει, η θεότητα κρατάει το αποτέλεσμα στην εξουσία της, σε Ευρ.· τέλος λαβεῖν, συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, σε Πλάτ. 2. ιδίως, λέγεται για το τέλος της ζωής, τὸ τέλος βίου, σε Σοφ., Ευρ.· και χωρίς το βίου, το τέλος της ζωής, ο θάνατος, σε Ηρόδ. 3. περιφραστικά σε διάφορες φράσεις, τέλος θανάτου, το σημείο ή το όριο του θανάτου, Λατ. exitus mortis, σε Όμηρ.· ομοίως, τέλος γάμοιο = γάμος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 4. επιρρ. χρήσεις: α) τέλος, εν τέλει, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, εἰς ή ἐς τέλος, σε Ηρόδ.· διὰ τέλους, από την αρχή μέχρι το τέλος, για πάντα, εντελώς, σε Τραγ.· β) τέλει, Λατ. omnino, καθόλου, σε Σοφ. II. 1. προκείμενο τέλος, κύρια υπόθεση, μύθου τέλος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. τέλος ενέργειας, σε Πλάτ.· απ' όπου, τὸ ἀγαθόν, το μύριο και πρώτιστο αγαθό, το του Κικέρωνα finis bonorum, σε Αριστ. 3. τελειότητα, τέλεια ηλικία, ἀνδρὸς τέλος, τέλεια ηλικία άνδρα, η ανδρική ηλικία, σε Πλάτ.· τέλοςἔχειν ή λαμβάνειν, είμαι ανεπτυγμένος, στον ίδ. 4. τελική απόφαση, αποφασιστικότητα, σε Αισχύλ. 5. βραβείο στους αγώνες, σε Πίνδ. III. 1. υπέρτατη εξουσία, σε Ευρ. κ.λπ. 2. αρχή, αξίωμα, οἱ ἐν τέλει, αυτοί που κατέχουν αξιώματα, οι άρχοντες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, σε Σοφ.· ακολούθως, τὸ τέλος, η κυβέρνηση, σε Αισχύλ.· τὰ τέλη, οι άρχοντες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ. 3. γενικά, υπούργημα, έργο, σε Αισχύλ.· ὀμμάτων τέλη, τα καθήκοντα των οφθαλμών, σε Ευρ. IV.σώμα στρατιωτών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τελέεσσιν, κατά διαιρέσεις, τάξεις ή σώματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, κατὰ τέλεα, σε Ηρόδ.· δίρρηκα τέλη, τάγμα από άρματα, σε Αισχύλ.· λέγεται και για πλοία, τρία τέλη τῶν νεῶν, σε Θουκ. V. αυτό που πληρώνεται για κρατικούς σκοπούς, φόρος, δασμός, χρέος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀγορᾶς τέλος, φόρος, σε Αριστοφ.· τέλος πρίασθαι, πωλεῖν, αγοράζω φόρο ή τον πουλώ, σε Δημ., Αισχίν.· αντί λύειν τέλη, βλ. λύω V. 2· γενικά, δαπάνη, σε Θουκ.· στην Αθήνα, η περιουσία για την οποία ο πολίτης φορολογείτο, Λατ. census· και ακολούθως, τάξη, διαίρεση πολιτών, σε Δημ. κ.λπ. VI. 1. στον πληθ., προσφορές ή ιερές τελετές που οφείλονται στους θεούς, σε Τραγ.· ιδίως, λέγεται για τα Ελευσίνια μυστήρια, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 2. λέγεται για το γάμο, ως συμπλήρωμα του ανθρώπινου βίου, σε Αισχύλ., Σοφ.
τέλοσδε, επίρρ., προς το τέλος, σε Ομήρ. Ιλ.