Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέλμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τέλμα, -ατος, τό, I. στάσιμο νερό, λιμνάζον νερό, έλος, βάλτος, βούρκος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· στον πληθ., χαμηλή χώρα υποκείμενη σε πλημμύρα, σε κατακλυσμό, σε Ηρόδ. II. λάσπη λιμνάζοντος νερού, λάσπη χρήσιμη για την οικοδόμηση, ασβέστης, πηλός, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
τελμᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), ελώδης, βαλτώδης, λασπώδης, ὕδωρ, σε Πλούτ.