Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τέλλω, αόρ. ἔτειλα, παρακ. τέταλκα· I. κάνω κάτι να ανυψωθεί, εκπληρώνω, σε Πίνδ.Παθ., έρχομαι προς τα εμπρός, ανυψώνομαι, στον ίδ. II. αμτβ. στην Ενεργ., ἡλίου τέλλοντος, κατά την ανατολή του ηλίου, σε Σοφ.