LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέκτων"
- τέκτων, -ονος, ὁ (τίκτω)· 1. κάθε ένας που κατεργάζεται ξύλα, ιδίως ξυλουργός, λεπτουργός, σε Όμηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς τον σιδηρουργό (χαλκεύς), σε Πλάτ., Ξεν.· προς τον κτίστη (λιθολόγος), σε Θουκ. κ.λπ. 2. γενικά, κάθε τεχνίτης ή χειρωνάκτης εργάτης, τέκτων κεραοξόος, αυτός που κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από κέρατο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για εργάτη μετάλλων, σε Ευρ.· γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Σοφ., Ευρ. 3. δόκιμος τεχνίτης σε οποιαδήποτε τέχνη, σε Πίνδ.· τέκτων νωδυνίας, δηλ. ιατρός, στον ίδ. 4. μεταφ., δημιουργός, πρωτουργός, νεικέων, σε Αισχύλ.· κακῶν, σε Ευρ.