Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέκνον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τέκνον, -ου, τό (τίκτωI. αυτό το οποίο γεννιέται, το παιδί (όπως το Σκωτ. barin, από το Αγγλο-Σαξον. beran, γεννώ), σε Όμηρ. κ.λπ.· γιε μου, παιδί μου, ενίοτε με αρσ. επίθετο, φίλε τέκνον, στον ίδ.· η αναφορ. αντωνυμία ή μτχ. τίθεται συχνά σε αρσ. ή θηλ. γένος. 2. λέγεται για ζώα, τα μικρά, στον ίδ. κ.λπ. 3. μεταφ., τα λουλούδια καλούνται γαίας τέκνα, σε Αισχύλ.· τα πουλιά αἰθέρος τέκνα, σε Ευρ. (Η παραλήγουσα είναι μακρά στον Όμηρ., στους Τραγ. πολύ συχνότερα βραχεία).