Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τέκμαρ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τέκμαρ, Επικ. τέκμωρ, τό, I. 1. άκλιτο, ορισμένο σημείο ή όριο, τέρμα, τέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· τέκμωρ Ἰλίου, το τέλος του Ιλίου, της Περσίας, στο ίδ. 2. τέρμα, τέλος, σκοπός, πρόθεση, σε Πίνδ. II. όπως το τεκμήριον, ορισμένο σημείο, σίγουρη ένδειξη, όπως ο Δίας λέει για το νεύμα του ότι είναι μέγιστον τέκμωρ ἐξ ἐμέθεν, η ύψιστη και βεβαιότατη εγγύηση που μπορεί να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦν δ' οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ οὔτ' ἦρος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
τέκμαρσις, (τεκμαίρομαι), κρίση από βέβαια σημάδια.