Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τάχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τάχος, -εος, τό (τᾰχύςI. 1. γρηγοράδα, ταχύτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. 2. τάχος φρενῶν, γρήγορη έξαψη θυμού, σε Ευρ. II. το τάχος συχνά χρησιμοποιειται σε επιρρ. φράσεις αντί ταχέως, απόλ. με αιτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με προθέσεις, ἀπὸ τάχους, σε Ξεν.· διὰ τάχους, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν τάχει, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εἰς τάχος, σε Ξεν. κ.λπ.· κατὰ τάχος, σε Ηρόδ., Θουκ.· μετὰ τάχους, σε Πλάτ.· σὺν τάχει, σε Σοφ.· επίσης, με επιτατικές αναφορικές λέξεις, ὡς τάχος, όπως το ὡς τάχιστα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, ὅτι τάχος, σε Ηρόδ., Σοφ.· ὅσον τάχος, σε Σοφ.· επίσης, ὡς τάχεος εἶχεν ἕκαστος, όσο γρήγορα μπορούσε ο καθένας, σε Ηρόδ.· ὡς εἶχον τάχους, σε Θουκ.