Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τάφος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
τάφος[ᾰ], (θάπτωI. 1. ταφή, ενταφιασμός, κηδεία, Λατ. funus, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· δαινύναι τάφον, παρέχω κηδευτική εορτή, δίνω νεκρικό συμπόσιο, σε Όμηρ. 2. η πράξη της ταφής, σε Σοφ. II. 1. ο ίδιος ο τάφος, τύμβος, μνήμα, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον πληθ., λέγεται για ένα μόνο τάφο, σε Ηρόδ., Σοφ.· ὄντες ἐν τάφοις, μολονότι νεκροί και θαμμένοι, σε Αισχύλ.· οἱπατρὸς τάφοι, η ταφή του πατέρα σου, σε Σοφ. 2. ἔμψυχός τις τάφος, ένας ζωντανός σκελετός, σε Λουκ.
τάφος[ᾰ], -εος, τό (τέθηπα), έκπληξη, θάμβος, σε Ομήρ. Οδ.