Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τάσσω (√ΤΑΓ), Αττ. τάττω, μέλ. τάξω, αόρ. ἔταξα, παρακ. τέτᾰχαΠαθ., μέλ. ταχθήσομαι και τετάξομαι· αόρ. ἐτάχθην, σπάνιος αόρ. βʹ ἐτάγην [ᾰ]· παρακ. τέταγμαι, γʹ πληθ. τετάχαται· γʹ πληθ. υπερσ. τετάχατο· I. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.Παθ., παρατάσσομαι, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι, σε τέσσερις σειρές, σε Ξεν.· κατὰ μίαν τεταγμένοι, σε μια γραμμή, σε Θουκ.· απόλ. τεταγμένοι, παρατεταγμένοι, συντεταγμένοι, αντίθ. προς το ἄτακτοι, στον ίδ. κ.λπ.Μέσ., συντάσσομαι, παρατάσσομαι σε μάχη, στον ίδ.· 2. τοποθετώ, βάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐς τὸ πεζὸν ή ἐς πεζὸν τετάχθαι ή ταχθῆναι, υπηρετώ στο πεζικό, στον ίδ.· με σύστ. αιτ., τάξιντινὰ ταχθῆναι, σε Πλάτ. II. 1. διορίζω σε οποιαδήποτε υπηρεσία, στρατιωτική ή πολιτική, τάσσω τινὰ ἐπὶ τινος, διορίζω κάποιον σε κάτι, σε κάποια υπηρεσία ή σε κάποια έργο, σε Δημ. κ.λπ.· ἐπί τινι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρός τι, σε Ξεν.Παθ., τετάχθαι ἐπί τινι, είμαι διορισμένος σε κάποια υπηρεσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Αριστοφ. 2. με αιτ. και απαρ., διορίζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ξεν.· και Παθ., διορίζομαι να κάνω κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης (χωρίς απαρ.), οἱ τεταγμένοι βραβῆς, σε Σοφ.· πρέσβεις ταχθέντες, σε Δημ. 3. με αιτ. και απαρ. επίσης, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, τάσσω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., ἐτάχθην ή τέταγμαι ποιεῖν τι, στον ίδ.· επίσης απρόσ., ἰώμεν, ἵν' ἡμῖν τέτακται (ενν. ἰέναι), σε Σοφ.· οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν, σε Θουκ. 4. κατατάσσω, τάσσω εἰς τάξιν τινά, σε Ξεν.· τάσσω ἑαυτόν τινων, ενεργώ ως ένας από το σύνολο, σε Δημ.Παθ., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι, προσχωρώ στη συμμαχία, σε Θουκ. III. 1. με αιτ. πράγμ., τοποθετώ κάτι σε συγκεκριμένη τάξη, χωρίς τι, σε Ηρόδ.· πρῶτον τάσσω τι, σε Ξεν. 2. διορίζω, προσδιορίζω, διατάσσω, σε Σοφ., Πλάτ.Παθ., τὸ ταχθέν, σε Σοφ.· τὰ τεταγμένα, σε Ξεν. 3. λέγεται για φόρους ή πληρωμές χρημάτων, ορίζω κάποιο συγκεκριμένο ποσό πληρωμής, τάσσω τινὶ φόρον, σε Αισχίν. κ.λπ.· με απαρ., χρήματα τάξαντες φέρειν, σε Θουκ.· τάσσειν ἀργυρίου, ορίζω την τιμή, στον ίδ.Παθ., τὸ ταχθὲν τίμημα, σε Πλάτ.Μέσ., αναλαμβάνω την πληρωμή, δηλ. συμφωνώ να πληρώσω, φόρον τάξασθαι, σε Ηρόδ.· χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι, σε Θουκ. 4. Μέσ. επίσης γενικά, μένω σύμφωνος, ορίζω, σε Πλάτ. 5. επιβάλλω ποινές, τάσσω δίκην, σε Αριστοφ.· τάσσω τιμωρίαν, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. 6. στη μτχ. Παθ. παρακ., ορισμένος, διατεταγμένος, ὁτεταγμένος χρόνος, στον ίδ. κ.λπ.· ἡ τεταγμένη ἡμέρα, ἔτος, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ τεταγμένη χώρα, στον ίδ.