LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τάρβος"
- τάρβος, -εος, τό, I. 1. φόβος, τρόμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ. 2. δέος, σεβασμός, τινός, για κάποιον, σε Αισχύλ. II. αντικείμενο φόβου ή τρόμου, αιτία επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.
- ταρβοσύνη, ἡ, Επικ. αντί τάρβος, σε Ομήρ. Οδ.
- ταρβόσυνος, -η, -ον, τρομερός, δεινός, σε Αισχύλ.