LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τάξις"
- τάξις, -εως, Ιων. -ιος, ἡ (τάσσω), διευθέτηση, τακτοποίηση· I. με στρατιωτική σημασία: 1. η κατά σειρά παράταξη στρατεύματος, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· τὰ ἀμφὶ τάξεις, αυτά που αφορούν στην τέχνη της στρατιωτικής τακτικής, σε Ξεν. 2. παράταξη μάχης, διάταξη μάχης, Λατ. acies, κατὰ τάξιν, σε Ηρόδ.· ἐν τάξει, σε Θουκ. κ.λπ. 3. απλή παράταξη ή σειρά στρατιωτών, Λατ. ordo, ἐπὶ τάξεις ὀλίγας γίγνεσθαι, είμαι παρατεταγμένος λίγες σειρές σε βάθος, στον ίδ. 4. στρατιωτικό σώμα, τάγμα, φάλαγγα, σε Αισχύλ., Σοφ.· στην Αθήνα, φάλαγγα πεζικού την οποία προσέφερε στον πόλεμο κάθε φυλή (πρβλ. ταξίαρχος II), σε Λυσ.· λέγεται για μικρότερα στρατιωτικά σώματα, σύνταγμα, λεγεώνα, σε Ξεν.· ομοίως λέγεται για πλοία, ναυτική μοίρα, σε Αισχύλ.· γενικά όμιλος, ομάδα, στον ίδ. 5. θέση στη γραμμή της μάχης, Λατ. statio, σε Ηρόδ.· μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξει, αντίθ. προς το ἐκλείπειν τὴν τάξιν, στον ίδ. II. 1. γενικά, διευθέτηση, διάταξη, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. τάξη, κανονικότητα, στον ίδ. 3. τάξις τοῦ φόρου, επιβολή φόρου, σε Ξεν.· συνεννόηση με τους δανειστές, σε Νόμ. παρά Δημ. 4. πολιτική τάξη, πολιτικό σύνταγμα, σε Αριστ. III. μεταφ. από το I. 5, θέση, αξίωμα που κατέχει κάποιος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν Θετταλῶν τάξει, ἐν ἐχθροῦ τάξει, θεωρούμενοι Θεσσαλοί, ως εχθροί, σε Δημ.· ἐν ἐπηρείας τάξει, με υβριστική διαγωγή, στο ίδ.· ἡ εὐνοίας τάξις, το καθήκον της εύνοιας, στον ίδ. IV.τάξη ανθρώπων, όπως εκείνη των αρχόντων, σε Ξεν., Δημ.

