Αποτελέσματα για: "τάλας"
Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
-
τάλᾱς, τάλαινα (επίσης τάλας), τάλαν (όπως το μέλας)· γεν. τάλᾰνος, -αίνης, -ανος· κλητ. τάλας ή τάλαν (*τλάω) · αυτός που υποφέρει, δυστυχής, ταλαίπωρος, Λατ. miser, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ὦ τάλας ἐγώ, σε Σοφ.· ὦ τάλαιν' ἐγώ, σε Αισχύλ.· ὦ τάλαν, σε Σοφ.· με γεν. της αιτίας, τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεως, δυστυχής που είμαι γι' αυτή μου την αυθάδεια, σε Αριστοφ.· με αρνητική σημασία, τάλαν = άθλιε! σε Ομήρ. Οδ.· συγκρ. τᾰλάντερος, -α, -ον· υπερθ. τᾰλάντατος, -η, -ον, σε Αριστοφ. (τᾰλᾶς· Δωρ. επίσης τᾰλᾰς· κλητ. τάλᾰν).
-
τᾰλᾰσία, ἡ, κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ.
-
τᾰλάσιος, -ον (*τλάω), αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.
-
τᾰλᾰσι-ουργέω, μέλ. ταλασιουργήσω, κλώθω μαλλί, σε Ξεν., Λουκ.
-
τᾰλᾰσιουργικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.
-
τᾰλᾰσι-ουργός, ὁ, ἡ (*ἔργω), αυτός που κλώθει, που κατεργάζεται μαλλί, σε Πλάτ.
-
τᾰλᾰσί-φρων, -ονος, ὁ, ἡ (*τλάω, φρήν), καρτερικός, καρτερόψυχος, υπομονετικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ.
-
ταλάσσῃς, -σῃ, βʹ και γʹ ενικ. Επικ. αορ. του *τλάω.