Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῶμα"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
σῶμα, -ατος, τό (αμφίβ. προέλ.I. 1. ανθρώπινο σώμα· στον Όμηρ. σημαίνει πάντοτε νεκρό σώμα, πτώμα, σορός ανθρώπου, λείψανο, ενώ το ζωντανό σώμα ονομάζεται δέμας. 2. ζωντανό σώμα, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ σῶμα σῴζειν ή σῴζεσθαι, σώζω τη ζωή μου, σε Δημ., Θουκ.· ἔχειν τὸ σῶμα κακῶς, ὡς βέλτιστα, πάσχω ως προς το σώμα, είμαι σε άριστη σωματική κατάσταση, σε Ξεν. 3. σώμα, αντίθ. προς την ψυχή (ψυχή), σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ τοῦ σώματος ἔργα, σωματικοί μόχθοι, σε Ξεν.· τὰ εἰς τὸ σῶμα τιμήματα, σωματικές ποινές, τιμωρίες, σε Αισχίν. II. περιφρ., ἀνθρώπου σῶμα = ἄνθρωπος, σε Ηρόδ.· ιδίως στους Τραγ., σῶμα θηρὸς = ὁ θήρ, σε Σοφ. κ.λπ.· συχνά, λέγεται για δούλους, σώματα αἰχμάλωτα, σε Δημ. κ.λπ. III. γενικά, σώμα, κάθε υλική ή σωματική ουσία ή υπόσταση, πράγμα, σε Πλάτ. κ.λπ. IV. το όλο σώμα ή το σύνολο κάποιου πράγματος· ὑπὸσώματι γῆς, σε Αισχύλ.· τὸ σῶμα τῆς πίστεως, το σώμα της απόδειξης, δηλ. αποδείξεις, επιχειρήματα, σε Αριστ.
σωμ-ασκέω, μέλ. -ήσω, γυμνάζω, εξασκώ το σώμα, γυμνάζομαι στην πάλη, σε Ξεν.· μεταφ., σωμασκέω τὸν πόλεμον, εξασκούμαι στον πόλεμο, δηλ. προπαρασκευάζομαι, προετοιμάζομαι για πόλεμο, σε Πλούτ.
σωμασκία, , σωματική άσκηση, εκγύμναση σώματος, ιδίως εξάσκηση στα αθλήματα, σε Ξεν. κ.λπ.
σωμᾰτικός, , -όν (σῶμα)· 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο σώμα, αντίθ. προς το ψυχικός, Λατ. corporeus, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, σε Κ.Δ. 2. σωματικός, δηλ. υλικός, αντίθ. προς το ἀσώματος, σε Αριστ.
σωμάτιον[ᾰ], τό, υποκορ. του σῶμα, μικρό ή ευτελές σώμα, κορμάκι, σε Ισοκρ.
σωμᾰτο-ειδής, -ές (εἶδος), σωματικός ως προς τη φύση του, υλικός, σε Πλάτ.
σωμᾰτο-ποιέω, μέλ. -ήσω, I. μεταποιώ σε σώμα, κάνω κάτι να γίνει σώμα, οργανώνω, διευθετώ, σε Πολύβ. II. παρέχω σωματική δύναμη, ενδυναμώνω, αναζωογονώ, στον ίδ.
σωμᾰτο-φθορέω (φθείρω), καταστρέφω το σώμα, σε Αισχύλ.
σωμᾰτο-φυλάκιον, τό (φυλακή), τόπος όπου φυλάσσεται νεκρό σώμα ανθρώπου, τάφος, σε Λουκ.