Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῴζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σῴζω (σῶς), παρακ. σέσωκαΜέσ., μέλ. σώσομαι, αόρ. αʹ ἐσωσάμηνΠαθ., μέλ. σωθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσώθην, παρακ. σέσωσμαι, γʹ ενικ. σέσωσται και σέσωται· επιπλέον αυτών των τύπων, έχουμε· I. 1. (από τύπο σόω), υποτ. σόῃς, -ῃ, -ωσι, 2. (από τύπο σαόω) γʹ ενικ. σαοῖ, γʹ πληθ. σαοῦσι· προστ. σάω ή σάου· γʹ ενικ. παρατ. σάω· μέλ. σαώσω, αόρ. αʹ ἐσάωσαΠαθ., απαρ. αορ. αʹ σαωθῆναι, προστ. σαωθήτω, Επικ. γʹ πληθ. ἐσάωθεν· Μέσ. μέλ. σᾰώσομαι, 3. (από συνηρ. ενεστ. σώω), μτχ. σώοντες, Ιων. παρατ. σώεσκον. II. διαφυλάσσω, γλιτώνω, διατηρώ· 1. λέγεται για πρόσωπα, διασώζω από τον θάνατο, κρατώ κάποιον στση ζωή, διαφυλάσσω, σε Όμηρ., Αττ. 2. λέγεται για πράγματα, διασφαλίζω, διαφυλάσσω, διατηρώ κάτι ασφαλές, σε Όμηρ. — Μέσ., διατηρώ ή διαφυλάσσω για τον εαυτό μου, σε Σοφ. κ.λπ. 3. φυλάσσω, τηρώ, εφαρμόζω τους νόμους κ.λπ., σε Τραγ.Παθ., σε Θουκ. 4. συγκρατώ, διατηρώ στη μνήμη μου, θυμάμαι, σε Ευρ., Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Πλάτ. III. 1. με τη σημασία της κίνησης προς τόπο, φέρνω κάποιον σώο σε...· τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς, σε Ομήρ. Οδ.· σῴζω τινὰ πρὸς ἤπειρον, σε Αισχύλ.· Παθ., εξέρχομαι, βγαίνω σώος, καταφεύγω σ' έναν τόπο και διασώζομαι· ἐς οἶκον, σε Ηρόδ.· ἐπὶ θάλατταν, σε Ξεν. 2. φέρνω κάποιον πίσω σώο, τον διασώζω, τον λυτρώνω, τον γλιτώνω από τον κίνδυνο· ἐκ πολέμου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ θανάτοιο, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ στρατείας, σε Αισχύλ.· με γεν., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα, διασώζω, διαφυλάσσω τη χώρα από τους εχθρούς, σε Σοφ.Παθ., σωθῆναι κακῶν, σε Ευρ. 3. με απαρ., αἵ σε σώζουσιν θανεῖν, αυτές που σε έσωσαν, σε φύλαξαν, σε γλίτωσαν από το να πεθάνεις (δηλ. από τον θάνατο), στον ίδ. 4. απόλ., τὰ σώσοντα, αυτά τα οποία πιθανόν θα σώσουν, λυτρωτικά, απαλλακτικά, σε Δημ.