Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῦριγξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σῦριγξ, -ιγγος, , κάθε είδους σωλήνας· I. πνευστό μουσικό όργανο, κυρίως βουκολικό, του οποίου εφευρέτης θεωρείτο ο θεός Παν, αυλός, φλογέρα του Πανός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αττ. II. οτιδήποτε μοιάζει με σωλήνα· 1. θήκη δόρατος = δορατοθήκη, σε Ομήρ. Ιλ. 2. οπή στο κέντρο του τροχού, σε Τραγ. 3. δίοδος ή αγωγός, πόρος σώματος, στον πληθ., ρουθούνια μύτης, σε Σοφ.