LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σῦκον"
- σῦκον, τό, I. καρπός του δέντρου συκῆ, σύκο, Λατ. ficus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· παροιμ., σῦκα αἰτεῖν, δηλ. είμαι λιχούδης, λαίμαργος, μου αρέσει η τρυφή, είμαι τρυφηλός, σε Αριστοφ. II. κρεατοελιά (λόγω του σχήματος), σπίλος, εξάνθημα που εμφανίζεται πάνω στα βλέφαρα, στον ίδ.