Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῖτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σῖτος, , ετερογ. πληθ. σῖτα, τά, I. 1. λέγεται για τα δημητριακά, τα σιτηρά, που συμπεριλαμβάνουν τόσο το σιτάρι (πυρός) όσο και το κριθάρι (κριθή), σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· σῖτος ἀληλεσμένος, αλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. τροφή παρασκευασμένη από δημητριακά, ψωμί, άρτος, αντίθ. προς το κρέας, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σῖτον ἔδοντες, ευρείας σημασίας επίθ. για τους ανθρώπους αντίθ. προς τα ζώα, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, λέγεται για τα σαρκοβόρα ζώα που τρέφονται αποκλειστικά με σάρκες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, σε Ησίοδ. 3. με ευρύτερη σημασία, φαγητό, τρόφιμα, αντίθ. προς το ποτό, σῖτος ἠδὲ ποτής, σε Όμηρ.· σῖτα καὶ ποτά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. σπανίως λέγεται για ζώα, ζωοτροφή, βοσκή, σε Ησίοδ., Ευρ. II. στο Αττ. Δίκαιο, χορηγία σιτηρών από το δημόσιο σε χήρες και ορφανά, σε Δημ.