Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῖγα"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
σῖγᾰ, επίρρ. (σιγή), 1. σιωπηλά, ήσυχα· σῖγα ἔχειν, είμαι σιωπηλός, σε Σοφ.· κάθησο σῖγα, σε Αριστοφ.· μόνο του, σῖγα, σιωπή! κάτσε φρόνιμος! «σουτ»! σε Αισχύλ. ο δημόσιος κήρυκας αναγγέλλοντας σιωπητήριο έλεγε σῖγα πᾶς (ενν. ἔστω), σε Αριστοφ. 2. μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, κρυφά, σε Αισχύλ., Σοφ.
σίγα, I. προστ. του σιγάω. II. σιγά, Δωρ. αντί σιγή.
σῑγᾷ, I. γʹ ενικ. του σιγάω. II. Δωρ. δοτ. του σιγή.
σῑγάζω (σιγή), υποχρεώνω κάποιον να σιωπήσει, τινά, σε Ξεν.
σῑγᾰλέος, α, ον, (σιγή), σιωπηλός, σιγανός, σε Ανθ.
σῑγαλόεις, -εσσα, -εν, στιλπνός, ακτινοβόλος, αστραφτερός, λαμπρός, σε Όμηρ. (από το σίαλος, με ένθεση του γ, και το ι να καθίσταται μακρό χάριν μέτρου).
σῑγᾰλός, Δωρ. αντί σιγηλός.
σῑγάς, -άδος (σιγή), θηλ. επίθ., σιωπηλή, ήσυχη, σε Αισχύλ.
σῑγάω, μέλ. -ήσομαι, μεταγεν. -ήσω· παρακ. σεσίγηκαΠαθ., μέλ. σιγηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιγήθην, παρακ. σεσίγημαι· I. είμαι σιωπηλός ή ήσυχος, τηρώ σιγή, σιγώ, σωπαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· σίγα, σιωπή! μείνε ήσυχος! σε Όμηρ. — Παθ., τί σεσίγηται δόμος, γιατί είναι τόσο ήσυχο το σπίτι; σε Ευρ. II. μτβ., παραμένω σιωπηλός, κρατώ κάτι μυστικό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.Παθ., τηρούμαι στη σιγή ή κρατούμαι μυστικός, αποσιωπούμαι, αποκρύπτομαι, Λατ. taceri, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐσιγήθη σιωπή, τηρήθηκε σιγή, σε Ευρ.