Αποτελέσματα για: "σῖγα"
Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
-
σῖγᾰ, επίρρ. (σιγή), 1. σιωπηλά, ήσυχα· σῖγα ἔχειν, είμαι σιωπηλός, σε Σοφ.· κάθησο σῖγα, σε Αριστοφ.· μόνο του, σῖγα, σιωπή! κάτσε φρόνιμος! «σουτ»! σε Αισχύλ. ο δημόσιος κήρυκας αναγγέλλοντας σιωπητήριο έλεγε σῖγα πᾶς (ενν. ἔστω), σε Αριστοφ. 2. μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, κρυφά, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
σίγα, I. προστ. του σιγάω. II. σιγά, Δωρ. αντί σιγή.
-
σῑγᾷ, I. γʹ ενικ. του σιγάω. II. Δωρ. δοτ. του σιγή.
-
σῑγάζω (σιγή), υποχρεώνω κάποιον να σιωπήσει, τινά, σε Ξεν.
-
σῑγᾰλέος, α, ον, (σιγή), σιωπηλός, σιγανός, σε Ανθ.
-
σῑγαλόεις, -εσσα, -εν, στιλπνός, ακτινοβόλος, αστραφτερός, λαμπρός, σε Όμηρ. (από το σίαλος, με ένθεση του γ, και το ι να καθίσταται μακρό χάριν μέτρου).
-
σῑγᾰλός, Δωρ. αντί σιγηλός.
-
σῑγάς, -άδος (σιγή), θηλ. επίθ., σιωπηλή, ήσυχη, σε Αισχύλ.
-
σῑγάω, μέλ. -ήσομαι, μεταγεν. -ήσω· παρακ. σεσίγηκα — Παθ., μέλ. σιγηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιγήθην, παρακ. σεσίγημαι· I. είμαι σιωπηλός ή ήσυχος, τηρώ σιγή, σιγώ, σωπαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· σίγα, σιωπή! μείνε ήσυχος! σε Όμηρ. — Παθ., τί σεσίγηται δόμος, γιατί είναι τόσο ήσυχο το σπίτι; σε Ευρ. II. μτβ., παραμένω σιωπηλός, κρατώ κάτι μυστικό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., τηρούμαι στη σιγή ή κρατούμαι μυστικός, αποσιωπούμαι, αποκρύπτομαι, Λατ. taceri, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ἐσιγήθη σιωπή, τηρήθηκε σιγή, σε Ευρ.