Αποτελέσματα για: "σῆμα"
Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
-
σῆμα, Δωρ. σᾶμα, -ατος, τό· 1. σημείο, σημάδι, χαρακτηριστικό γνώρισμα, σημείο μέσω του οποίου αναγνωρίζουμε κάποιον ή κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· σημάδι σε σχήμα αστεριού στο μέτωπο ενός αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. σημείο από τον ουρανό, σημάδι θεϊκό, οιωνός, προμήνυμα, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. γενικά, σινιάλο, σύνθημα, σήμα για να κάνει ή να αρχίσει κάποιος κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· σύνθημα, σε Ευρ.· σημάδι για την έναρξη της μάχης, σινιάλο, στον ίδ. 4. σημάδι μέσω του οποίου καθίσταται αναγνωρίσιμος ο τόπος ταφής, ο τύμβος, το ανάχωμα του τάφου, Λατ. tumulus, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, μνήμα, τύμβος, τάφος, σε Ηρόδ., Αττ. 5. χαρακτηριστικό σημάδι μέσω του οποίου πιστοποιείται η ταυτότητα κάποιου· τὰ σήματα λυγρὰ του Βελλερεφόντη (συνθηματικές καταγγελίες που στάλθηκαν με τον Βελλερεφόντη στον πεθερό του, ώστε να τον υποβάλλει αυτός στην δοκιμασία των δέκα άθλων) ήταν εικονογραφημένα, όχι γραπτά, σημεία (βλ. γράφω, αρχ.), σε Ομήρ. Ιλ.· το «σημάδι», το διακριτικό γνώρισμα στη μοίρα του Αίαντα,, στο ίδ.· χαρακτηριστικό σύμβολο, έμβλημα ή κόσμημα πάνω στην ασπίδα, για να αναγνωρίζεται ο πολεμιστής, σε Αισχύλ.· σφραγίδα που αποτυπωνόταν σε επιστολή, σε Σοφ. 6. αστερισμός, σύμπλεγμα αστεριών στον ουρανό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
-
σημαία, ἡ (σῆμα), πολεμική σημαία, λάβαρο, μπαϊράκι, παντιέρα, σε Πολύβ.· στρατιωτικό σώμα που ήταν παρατεταγμένο κάτω από την ίδια σημαία, το Ρωμ. manipulus, στον ίδ.
-
σημαίνω, μέλ. σημᾰνῶ, Ιων. -ᾰνέω· αόρ. αʹ ἐσήμηνα και ἐσήμᾱνα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐσημηνάμην, ἐσημάνθην, παρακ. σεσήμασμαι, επίσης γʹ ενικ. σεσήμανται, απαρ. σεσημάνθαι (σῆμα)·
Α. I. 1. δείχνω μέσω ενός σημείου, δηλώνω, γνωστοποιώ, φανερώνω, καταδεικνύω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. απόλ., παρέχω σημεία, κάνω σινιάλα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. 1. δίνω σύνθημα, σημαίνω ή κάνω σινιάλο για να κάνει κάποιος κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· μὴσημήναντός σου, χωρίς καμία διαταγή από σένα, σε Πλάτ.· με γεν., έχω την αρχηγία, εξουσιάζω, κυβερνώ, διοικώ, τινός ή ἐπί τισι, σε Όμηρ.· απόλ., δίνω διαταγές, διατάζω, προστάζω, στον ίδ.· σημαίνων = σημάντωρ, σε Σοφ. 2. στον πόλεμο, δίνω το σήμα για την επίθεση, σε Θουκ.· σημαίνω τῇ σάλπιγγι, σε Ξεν.· σημαίνω ἀναχώρησιν, δίνω το σήμα της αναχώρησης, σε Θουκ·. απρόσ., σημαίνει (ενν. ὁ σαλπιγκτής), το σήμα δόθηκε· τοῖς Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε, όταν δόθηκε το σήμα στους Έλληνες να επιτεθούν, σε Ηρόδ.· ἐσήμαινε πάντα παραρτέεσθαι, δόθηκε η διαταγή να είναι όλα έτοιμα, στον ίδ. III. 1. δηλώνω, καταδεικνύω, ανακοινώνω, κοινοποιώ, σε Ευρ., Ηρόδ., Αττ. 2. γενικά, υποδηλώνω, διερμηνεύω, επεξηγώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., σήμαινε, πες, σε Σοφ. IV. = σφραγίζω, αποτυπώνω κάποιο σημάδι ή χαρακτηριστικό γνώρισμα, σημαδεύω, σφραγίζω, Λατ. obsignare, κατά κανόνα στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., εὖ σεσημάνθαι, είμαι σφραγισμένος καλά, σε Αριστοφ.· τὰ σεσημασμένα, αντίθ. προς το ἀσήμαντα, σε Δημ. Β. I. Μέσ. σημαίνομαι, όπως το τεκμαίρομαι, εκλαμβάνω ως σημείο, δηλ. συμπεραίνω μέσω σημείων, πιθανολογώ, εικάζω, σε Σοφ. II. σημαδεύω για τον εαυτό μου, σημαίνεσθαι βύβλῳ, (ενν. βοῦν), δηλ. σημαδεύω ένα βόδι τυλίγοντας γύρω από το κέρατό του μια λωρίδα βύβλου (δέρματος), σε Ηρόδ.
-
σημαιο-φόρος, -ον (σημαία, φέρω), Λατ. signifer, αυτός που κρατάει λάβαρο, σε Πολύβ.
-
σημαντήριον, τό, σημάδι ή σφραγίδα που ετίθετο σε οτιδήποτε έπρεπε να μείνει άθικτο, σε Αισχύλ.
-
σημαντρὶςγῆ, χώμα (πηλός) που λόγω της ευπλασίας του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ύλη σφραγίσματος, ως σφραγίδα, όπως το βουλοκέρι, σε Ηρόδ.
-
σήμαντρον, τό, = σημαντήριον, σφραγίδα, βούλα, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, δηλ. τραυματισμένοι, πληγωμένοι, σε Ευρ.
-
σημάντωρ, -ορος, ὁ (σημαίνω II), 1. αυτός που δίνει το σήμα, ηγέτης, αρχηγός, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογο, καβαλάρης, ιππέας· λέγεται για κοπάδι ζώων, βοσκός, σε Ομήρ. Ιλ.· κατώτερος αξιωματικός, σε Ηρόδ. 2. πληροφοριοδότης, οδηγός, αυτός που αναγγέλλει κάτι, αγγελιοφόρος, σε Ανθ.
-
σημᾰτόεις, -εσσα, -εν (σῆμα), αυτός που είναι γεμάτος τάφους, σε Ανθ.
-
σημᾰτ-ουργός, ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει σήματα, εμβλήματα για ασπίδες, σε Αισχύλ.