Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σᾶμα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
σάμάν; Δωρ. αντί τί μήν; σε Αριστοφ.
σᾶμα, -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.
Σάμαινα, (Σάμος), πλοίο που ναυπηγήθηκε στη Σάμο, σε Πλούτ.
σᾱμαίνω, Δωρ. αντί σημαίνω.
Σᾰμᾰρεία, , η Σαμάρεια, πόλη της Παλαιστίνης· Σαμαρείτης, -ου, , ο κάτοικος της Σαμάρειας, σε Κ.Δ. κ.λπ.· θηλ. -ῖτις (ήεῖτις), -ιδος, στο ίδ.