LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σᾶμα"
- σάμάν; Δωρ. αντί τί μήν; σε Αριστοφ.
- σᾶμα, -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.
- Σάμαινα, ἡ (Σάμος), πλοίο που ναυπηγήθηκε στη Σάμο, σε Πλούτ.
- σᾱμαίνω, Δωρ. αντί σημαίνω.
- Σᾰμᾰρεία, ἡ, η Σαμάρεια, πόλη της Παλαιστίνης· Σαμαρείτης, -ου, ὁ, ο κάτοικος της Σαμάρειας, σε Κ.Δ. κ.λπ.· θηλ. -ῖτις (ή —εῖτις), -ιδος, στο ίδ.