LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σύστασις"
-
σύστᾰσις, ἡ (συνίστημι), από κοινού τοποθέτηση, σύνθεση, διευθέτηση, οργάνωση, τακτοποίηση, σε Αριστ.·
Α. I. σύστασις προσώπου, προμελετημένη σοβαρή ή σπουδαιοφανής έκφραση του προσώπου, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ. II. το να φέρνει κάποιος σε επαφή δύο ανθρώπους, παρουσίαση του ενός στον άλλον, πρώτες συστάσεις, σε Πολύβ., Πλούτ. Β. (συνίσταμαι), I. 1. το να στέκεται κάποιος μαζί με κάποιον άλλον, συνάντηση· με εχθρική σημασία, μάχη σώμα με σώμα, συμπλοκή, σύγκρουση, σε Ηρόδ.· μεταφ., σύστασις γνώμης, πνευματικός αγώνας, έντονη ανησυχία και εντατική μέριμνα, σε Θουκ. 2. συνάντηση, ένωση, όμιλος ανθρώπων, σε Ευρ.· κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι, αυτοί που συναθροίζονται σε ομάδες, σε Θουκ.· πολιτική ένωση, σε Δημ. 3. φιλία ή συμμαχία, σε Πολύβ.· συνωμοσία, σε Πλούτ. II. 1. συγκρότηση, η σύνθεση, δομή, διοργάνωση, σε Πλάτ., Αριστ.· απόλ., πολιτική συγκρότηση, σύνταγμα, σε Πλάτ. 2. μεταφ., λέγεται για τον νου, σύστασις φρενῶν, αυστηρότητα, σοβαρότητα, σε Ευρ.

