Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύντροφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύντροφος, -ον (συντρέφω),· I. 1. αυτός που έχει ανατραφεί μαζί με κάποιον άλλον, αναθρεμμένος, μεγαλωμένος μαζί, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συχνά λέγεται για οικόσιτα ζώα, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., τὸ σύντροφον γένος, άνθρωποι που ανατράφηκαν μαζί μου, σε Σοφ. 2. γενικά, αυτός που συζεί με κάποιον, στον ίδ.· σύντροφον ὄμμα, μάτι ή παρουσία ενός συντρόφου, στον ίδ.· σύντροφος ὤν (ενν. ἀνάγκαις), αυτός που έχει εξοικειωθεί με τις δυσκολίες, σε Ευρ. 3. λέγεται για πράγματα, αυτός που έχει αναπτυχθεί μαζί με κάποιον, σύμφυτος, έμφυτος, φυσικός, σε Σοφ.· τὰ ξύντροφα, καθημερινές δυστυχίες, σε Θουκ.· σύντροφός τινι, φυσικός ή συνήθης σε κάτι· τῇ Ἑλλάδι πενίη σύντροφος, σε Ηρόδ. II. Ενεργ., αυτός που από κοινού ποιμαίνει ή διαφυλάσσει, συντηρεί, τινος, κάτι, σε Ξεν.