Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύντομος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύντομος, -ον (συντέμνω), Λατ. concisus· I. 1. αυτός που έχει περικοπεί, συγκεκομμένος, συντετμημένος, βραχύς, επίτομος· ιδίως λέγεται για δρόμο, σύντομος ἀτραπός, συντομευμένο μονοπάτι, σε Αριστοφ.· συντομώτατον, ο πιο σύντομος δρόμος, σε Ηρόδ.· τὰ ξυντομώτατα, σε Θουκ.· ἡ σύντομος (ενν. ὁδός), σε Ηρόδ. 2. λέγεται για ομιλία, βραχεία σε διάρκεια, συνοπτική, περιληπτική, ολιγόλογη, ολιγόωρη, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 3. λέγεται για χρόνο, ξυντομωτάτην διαπολέμησις, σε Θουκ. II. 1. επίρρ. -μως, συνοπτικά, περιληπτικά, συντετμημένα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως επίσης, το ουδ. πληθ., σύντομα, σε Σοφ.· συγκρ. και υπερθ. -ώτερον, -ώτατα, σε Ισοκρ.· επίσης, -ώτατος, σε Σοφ. 2. λέγεται για χρόνο, ταχέως, γρήγορα, αμέσως, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.