Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνταγμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σύνταγμα, τό, αυτό που έχει τοποθετηθεί μαζί σε τάξη, σε σειρά· 1. στρατιωτικό σώμα, παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη, ίλη ιππικού, η τακτική, δηλ. η κατά παράταξη, μάχη, σε Ξεν. 2. συνταγματικός χάρτης μιας πολιτείας· σύνταγμα πολιτείας, είδος πολιτεύμταος, σε Ισοκρ. 3. μουσική κλίμακα, ήχος, αρμονία, σε Αριστ. 4. συλλογή γραπτών κειμένων, σύγγραμμα, βιβλίο ή διδασκαλία, σε Πλούτ. 5. = σύνταξις II. 3, σε Αισχίν.
συνταγμᾰτ-άρχης, -ου, , αυτός που διοικεί ένα σύνταγμα (1), αρχηγός ενός συντάγματος στρατιωτών, σε Λουκ.