Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνοικος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύν-οικος, -ον, 1. αυτός που κατοικεί στο ίδιο σπίτι μαζί με άλλους, συγκάτοικος, σύντροφος, παρέστιος, με δοτ., σε Αισχύλ.· ξύνοικος εἰσιέναι, εισέρχομαι στο σπίτι ως συγκάτοικος, σε Σοφ.· λέγεται για πρόσωπα που κατοικούν στην ίδια πόλη ή χώρα, πολίτης, συμπολίτης, συγκάτοικος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. μεταφ., συνδεδεμένος με κάποιον, σύζυγος, εξοικειωμένος, λέγεται για πρόσωπα· ξύνοικος ἀλλαγᾷ βίου, σε Σοφ.· κακῷ, σε Πλάτ.· λέγεται για πράγματα, συνδεδεμένος με, σκότῳ λιμὸς ξύνοικος, σε Αισχύλ. κ.λπ.