LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σύνοιδα"
- σύν-οιδα, παρακ. με σημασία ενεστ. (καθώς δεν υπάρχει ενεστ. συνείδω), αʹ πληθ. ξύνισμεν, γʹ πληθ. -ίσασι· προστ. ξύνιθι· απαρ. -ειδέναι, υπερσ. με σημασία παρατ. συνῄδειν, Αττ. -ῄδη, δυϊκ. -ῄστην, πληθ. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν, Ιων. βʹ πληθ. -ῃδέᾰτε· μέλ. συνείσομαι, σπανίως συνειδήσω· 1. μοιράζομαι από κοινού τη γνώση ενός πράγματος, έχω γνώση, είμαι γνώστης ενός πράγματος, Λατ. conscius esse, σε Ηρόδ., Αττ. 2. ἑαυτῷ συνειδέναι τι, συνειδητοποιώ κάτι, συναισθάνομαι, έχω ενδόμυχη γνώση για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με μτχ., που μπορεί να βρίσκεται· α) σε ονομ., ξύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδ' ὁτιοῦν σοφὸς ὤν, σε Πλάτ.· χωρίς την αυτοπαθ. αντων., συναισθάνομαι ότι, ξύνοισθά γ' εἰς ἔμ' οὐκ εὔορκος ὤν, σε Ευρ. β) με δοτ., ξύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ, έχω μέσα μου τη συναίσθηση ότι δεν γνωρίζω τίποτε, σε Πλάτ. γ) με αιτ., ξύνοιδ' Ὀρέστην σε ἐκπαγλουμένην, γνωρίζω καλά ότι τον θαύμαζες, σε Αισχύλ. 3. απόλ., ξυνειδώς, α) συνεργός, συναίτιος, συνένοχος· ξυνειδώς τις, σε Θουκ.· επίσης, ὁ ξυνειδώς τινι, στον ίδ. β) ουδ., τὸ συνειδός = συνείδησις, συνείδηση, συναίσθηση, σε Δημ.

