Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνοδος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σύν-οδος, , , = συνοδοιπόρος, σε Ανθ.
σύνοδος, , I. 1. συνάθροιση προκειμένου να επακολουθήσει σύσκεψη, συνέλευση, συνεδρίαση, σε Ηρόδ., Αττ.· ξύνοδοι, πολιτικοί σύλλογοι ή πολιτικές συνελεύσεις, σε Αριστοφ., Θουκ. 2. εθνική συνέλευση, όπως το πανήγυρις, σε Θουκ., Αριστ. 3. με εχθρική σημασία, σύγκρουση, συμπλοκή δύο αντιπάλων στρατευμάτων, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. 1. λέγεται για πράγματα, συνάθροιση, πρόσοδος, έσοδα, χρημάτων σύνοδοι, σε Ηρόδ. 2. ένωση, σύγκληση, συνάντηση, λέγεται για τα στενά του Ελλησπόντου, σε Ευρ.· ἡξύνοδος τοῦ πλησίον ἀλλήλων τεθῆναι, ένωση που προκύπτει από προσέγγιση, σε Πλάτ.