Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνειμι"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σύν-ειμι, μέλ. -έσομαι (εἰμί, Λατ. sum), I. είμαι, παρίσταμαι μαζί με, είμαι συνενωμένος ή συνδεδεμένος με κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· περιφρ. αντί απλού (μονολεκτικού) ρήματος, σύνειμι ὀνείρασιν, ονειρεύομαι, σε Αισχύλ.· συνεῖναι νόσῳ = νοσεῖν, σε Σοφ.· κακοῖς πολλοῖς ξύνειμι, έχω πείρα πολλών συμφορών, έχω γνωρίσει πολλές δυστυχίες, στον ίδ.· σύνειμι πράγμασι, είμαι απασχολημένος με πολλές υποθέσεις, σε Αριστοφ.· σύνειμι ἡδοναῖς, λύπαις, δείμασι, σε Πλάτ.· αντιστρόφως, ἐμοὶ ξύνεστιν ἐλπίς, σε Ευρ.· και απόλ., ἆται ἀεὶ ξυνοῦσαι, σε Σοφ.· ὁ χρόνος ξυνὼν μακρός, στον ίδ. II. 1. σχετίζομαι με ένα πρόσωπο, συζώ, συγκατοικώ, συμβιώνω, συνοικώ, τινι, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· μετά τινος, σε Αριστοφ. 2. συζώ με νόμιμο σύζυγο, συνοικέω, σε Ηρόδ. 3. συναναστρέφομαι, συχνάζω, παρακολουθώ, φοιτώ, λέγεται για μαθητή που παρακολουθεί, συχνάζει στις παραδόσεις του δασκάλου του, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, για τον δάσκαλο, στον ίδ.· οἱ συνόντες, σύντροφοι, μαθητές, οπαδοί, σε Πλάτ. 4. έχω εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες με, τινι, σε Θουκ.· σ. ἵπποις, ασχολούμαι με τα άλογα, σε Πλάτ. 5. μετέχω από κοινού με, τινι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo), I. 1. πηγαίνω ή έρχομαι από κοινού με, συμπορεύομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για πολιτείες, εμπλέκομαι σε πόλεμο, συγκρούομαι, σε Θουκ. 3. με ειρηνική σημασία, συνέρχομαι σε σύσκεψη, συνδιασκέπτομαι, διαβουλεύομαι, στον ίδ. II. λέγεται για προσόδους ή έσοδα, συγκεντρώνομαι, εισρέω, εισπράττομαι, συλλέγω, σε Ηρόδ.